Βίος
Ο Άγιος Αριστείδης γεννήθηκε κάπου στα τέλη του 1ου αιώνος μ.Χ. και υπήρξε διαπρεπής φιλόσοφος της Φιλοσοφικής Σχολής της πόλεως των Αθηνών. Όμως η φωταυγής παρουσία των Αγίων Αεροπαγιτών και πρώτων επισκόπων της Αθήνας Ιεροθέου και Διονυσίου, τον οδήγησαν όχι μόνο να ασπασθεί τον Χριστιανισμό, αλλά και να αναδειχθεί σε γενναίο κήρυκα της πίστεως. Υπεράσπισε με θέρμη του διωκομένου Χριστιανούς, συγγράφοντας μάλιστα την περίφημη απολογία «Περί θεοσεβείας».
Η αρχαιότερη αυτή σωζόμενη απολογία υπέρ των διωκομένων χριστιανών αποτέλεσε τη σημαντικότερη πηγή έμπνευσης και για το περίφημο απολογητικό έργο του Αγίου μάρτυρος Ιουστίνου του φιλοσόφου. Το γεγονός μάλιστα ότι χρησιμοποιήθηκαν πολλά στοιχεία του έργου του Αγίου Αριστείδου και από τους μεταγενέστερους απολογητές, προσέφερε στο Άγιο εξέχουσα θέση στην Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατρολογία της Ανατολικής Εκκλησίας.
Για περισσότερα σχετικά με την «Περί Θεοσεβείας» δείτε τη σχετική ενότητα παρακάτω.
Η εν λόγω απολογία, αλλά και η εν γένει βιωτή του φιλοσόφου Αριστείδου, δημιούργησαν έντονη δυσφορία και αγανάκτηση στην Ρωμαϊκή εξουσία. Για αυτό τον λόγο, κλήθηκε προσωπικά ο Άγιος από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (76 – 138 μ.Χ.) προκειμένου να «απολογηθεί για την απολογία του» και για την πίστη του. Ως ήταν αναμενόμενο, ο αυτοκράτωρ δεν επείσθη από τα λεγόμενα του Χριστιανού φιλοσόυ, αλλά και ο Άγιος δεν δέχθηκε να προδώσει τον αγαπημένο του Ιησού. Έτσι οδηγήθηκε πίσω στην Αθήνα, προκειμένου να μαρτυρήσει εκεί. Κατόπιν πλήθους βασανιστηρίων, σύρθηκε στην κοίλη της αρχαίας αγοράς των Αθηνών, όπου απαγχονίστηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του έτους 120 ή 134 μ.Χ..
Απολυτίκιον
Τῶν Ἀθηνῶν τὸν εὐθαλέστατον γόνον, καὶ ἄνθος εὔοσμον Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ὀδμαῖς τὸν καθηδύναντα ἀνδρείας ψυχῆς, εὐσεβῶν ὁμήγυριν εὐφημήσωμεν πόθῳ, Ἀριστείδην πάνσοφον, ὡς φιλόσοφον θεῖον, καὶ ἀθλητὴν γενναῖον τὰς αὐτοῦ, πρὸς τὸν Σωτῆρα, λιτὰς ἐξαιτούμενοι. |
|