Βίος
Η Ελένη γεννήθηκε το 248 ή το 249 μ.Χ. στο Δρέπανο (σημερινή Γιάλοβα) της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Αργότερα, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολις (ή Ελενούπολις), για να τιμήσει τη μητέρα του. Τη χρονολογία γέννησης τη συμπεραίνουμε από την πληροφορία που δίνει ο Ευσέβιος της Καισαρείας (VC., 3.46) ότι η Ελένη πέθανε σε ηλικία 80 χρονών, σε συνδυασμό με άλλα ιστορικά στοιχεία.
Ήταν οπωσδήποτε ταπεινής καταγωγής και ο πατέρας της ήταν ξενοδόχος. Ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων (De obit. Theod.,42) την αποκαλεί «stabularia», γυναίκα δηλαδή η οποία εργαζόταν σε πανδοχείο (χαρακτηρισμός μάλλον με αρνητική απόχρωση την εποχή εκείνη), ενώ ο Φιλοστόργιος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία (Hist. Eccl., 2.16) την κατηγορεί ότι ήταν «κοινή γυναίκα», όχι πολύ διαφορετική από τις πόρνες. Ο Ευτρόπιος (Breviarium 10.2) αναφέρει ότι γεννήθηκε «ex obscuriore matrimonio», δηλαδή είναι εντελώς άγνωστες οι μητρικές της καταβολές. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να εξετάζονται με ιδιαίτερη προσοχή και σε συνάρτηση με τη στάση που κρατάει ο κάθε ιστορικός συγγραφέας έναντι του γιου της. Ίσως ο Ευσέβιος να υπερβάλει λίγο, όταν εξυμνεί την αρετή και την ευφυΐα της Ελένης, εντούτοις, η ενασχόλησή της με τη μελέτη του Ευαγγελίου και τα διδάγματα του Χριστιανισμού, από την παιδική ακόμη ηλικία, σκιαγραφούν μια νέα γυναίκα που διήγαγε αξιοπρεπή βίο χωρίς να σκανδαλίζει την κοινωνία του καιρού της.
Η πληροφορία που δίνουν ορισμένοι Άγγλοι χρονογράφοι του Μεσαίωνα, ότι δηλαδή η Ελένη ήταν Βρετανίδα πριγκίπισσα, κόρη βασιλιά, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ιστορικά ανυπόστατη. Μάλλον οφείλεται σε λανθασμένη ερμηνεία κάποιας φράσης του Κωνσταντίνου: Στο τέταρτο κεφάλαιο του πανηγυρικού λόγου, που εκφώνησε ο Μέγας Κωνσταντίνος κατά τους γάμους του με τη Φαύστα, αναφέρει ότι ο ίδιος τιμούσε τη Βρετανία «oriendo», δηλαδή από την αρχή, από τα πρώτα του χρόνια. Πιθανόν, θεωρήθηκε ότι στο σημείο αυτό αναφερόταν στη γέννησή του, στην πραγματικότητα όμως ο Κωνσταντίνος αναφερόταν στις απαρχές της βασιλείας του, η οποία ξεκίνησε στη Βρετανία (στο Γιορκ ανακηρύχθηκε Καίσαρας).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'. Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν βασιλεῦσιν, Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρὶ σου παρέθετο· ἣν περίσωζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνη, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε. |
|